- Βάρκας
- Βάρκᾱς , Βάρκαfem acc plΒάρκᾱς , Βάρκαfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βάρκας — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από την Ύδρα. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις και διακρίθηκε ιδιαίτερα στη ναυμαχία του Γέροντα (29 Αυγούστου 1824) και στην εκστρατεία στην Αλεξάνδρεια (26 Ιουνίου 1826). 2. Δημήτριος … Dictionary of Greek
επακόντιος — ον και α, ο 1. ο στερεωμένος πάνω σε ακόντιο «επακόντιος τορπίλλη» παλαιότερο είδος τορπίλλης που τήν τοποθετούσαν πάνω σε κοντάρι προσαρμοσμένο στην πλώρη τού πλοίου 2. το ουδ. ως ουσ. επακόντιο(ν) μεταλλικό αγκιστροειδές εξάρτημα στην άκρη… … Dictionary of Greek
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
λέμβος ή βάρκα — Γενική ονομασία σκαφών μικρών διαστάσεων. Οι λ. κατασκευάζονται κυρίως από ξύλο, σπανιότερα από μέταλλο και, τέλος, από πλαστική ύλη. Η ύπαρξη καταστρώματος δεν είναι απαραίτητη, ενώ για την πρόωσή τους χρησιμοποιούνται κουπιά, πανιά ή κινητήρας … Dictionary of Greek
ГАМИЛЬКАР — • Hamilcar, Άμίλκας, 1. сын Магона, был разбит Гелопом в сражении при Гимере в 480 г. до Р. X., причем он и лишился жизни. Hdt. 7, 166; 2. H. Rhodanus, был послан карфагенянами для переговоров к Александру Македонскому в … Реальный словарь классических древностей
άντλιο — το Ναυτ. (η σέσουλα) το δοχείο με το οποίο αδειάζουμε τα νερά της βάρκας … Dictionary of Greek
ακόντι — το ξύλινο εξάρτημα τής βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο*] … Dictionary of Greek
αλαμάνα — Άλλη ονομασία του ποταμού Σπερχειού. Στη γέφυρά του πολέμησαν τον Απρίλιο του 1821 Έλληνες με αρχηγό τον Αθανάσιο Διάκο και Τούρκοι με αρχηγό τον Ομέρ Βρυώνη. Στην περίφημη αυτή μάχη της Α., που αποτέλεσε έμπνευση για πολλούς καλλιτέχνες αργότερα … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αλιόφιος — το φως που χρησιμοποιείται στη νυχτερινή αλιεία, δαδί αναμμένο στην άκρη τής βάρκας, πυροφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλιος + φως] … Dictionary of Greek